- γηθέω
- γηθέω και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι)χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτιαρχ.Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μουII. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς1. περιχαρής2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς ταῡτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῑς;» — νομίζεις ότι θα συνεχίσεις να μιλάς έτσι χωρίς να τιμωρηθείς; Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. το λατ. gaudĕō («χαίρομαι»), gāvīsus sum οδηγεί στην υπόθεση ότι γηθέω < *γᾱF -εθ -έω (η *γαF -αθ -έω), αλλά η συναίρεση τού -ᾱFe- πρέπει να έγινε πολύ νωρίς, πράγμα που ισχύει και για τον παρακμ. γέγηθα < *γε -γᾱFεθ -α. Η υπόθεση περί αρχικού θέματος παρακμ. γᾱθ -, βάσει τού οποίου θα σχηματίστηκε υστερογενώς ο ενεστ. γᾱθέω, γηθέω, αίρεται από την ύπαρξη τού λατ. gaudeō. To ρ. συνδέεται πιθ. με τα γαίω* (< *γᾰF -ιω), γάνυμαι*, γαύρος* και απαντά σπανίως στην αττική διάλεκτο, γιατί αντικαταστάθηκε από το συνώνυμο χαίρω. Ο παρακμ. γέγηθα έχει σημασία ενεστώτα και είναι συχνός στους τραγικούς, ενώ ο παράλληλος τ. ενεστ. γήθω, που μαρτυρείται μτγν., είναι πιθ. υστερογενής σχηματισμός.ΣΥΝΘ. αρχ. αμφιγηθέω, επιγηθέω, συγγηθέω].
Dictionary of Greek. 2013.